- μαθαίνω
- και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω)1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.)2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που διδάσκομαι, αφομοιώνω (α. «δεν μπορεί να μάθει τίποτε από όσα διαβάζει» β. «ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν», Αριστοτ.)3. διδάσκω κάποιον, κάνω κάποιον να γνωρίσει κάτι (α. «η ζωή θα σού μάθει πολλά» β. «μανθάνειν σεαυτὸν αἰσχύνεσθαι», Δημόκρ.)4. αποκτώ συνήθεια, συνηθίζω, εξοικειώνομαι με κάτι (α. «δεν μπορώ να μάθω να οδηγώ» β. «τοὺς μεμαθηκότας ἀριστᾱν», Ιπποκρ.)5. πληροφορούμαι, περιέρχεται κάτι σε γνώση μου άμεσα με τις αισθήσεις μου ή έμμεσα από πληροφορίες (α. «τά 'μαθες τα νέα» β. «Κυμαῑοι γὰρ ὡς ἔμαθον ταῡτα πρησσόμενα ἐκ τῶν Μυτιληναίων», Ηρόδ.)νεοελλ.1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαθημένος, -η, -οα) αυτός που έχει συνηθίσει να κάνει κάτι, που έχει εμπειρία από κάτι («μαθημένα τα βουνά στα χιόνια»)β) ο γνωστός2. φρ. «θα σού μάθω εγώ πόσα απίδια παίρνει ο σάκος» ή «θα σέ μάθω (γράμματα)»α) θα σέ τιμωρήσω για να βάλεις μυαλόβ) θα σέ εκδικηθώνεοελλ.-μσν.(σχετικά με ζώο) εκπαιδεύω, εξασκώμσν.-αρχ.εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω («νῡν δή, ὦ Ἱππία, κινδυνεύω μανθάνειν ὃ λέγεις», Πλάτ.)αρχ.1. (συχνά σε διαλόγους) μανθάνεις; μανθάνωκατάλαβες; κατάλαβα2. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ μανθάνοντεςοι μαθητές3. (το ουδ. τής μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ μεμαθηκόςη έξη, η συνήθεια4. φρ. «τί μαθών»(σε αρχή ερωτήσεων με κάποια ειρωνεία) πώς τό σκέφτηκες, πώς σού ήλθε.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. μανθάνω (< μα-ν-θ-άν-ω) καθώς και όλοι οι τ. τού ρ. είναι σχηματισμένοι από το θέμα μαθ- τού αορ. ἔ-μαθ-ον, που ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα *mndh τής ΙΕ ρίζας *mendh «προσφέρω το πνεύμα, την ψυχή μου» (παρεκτεταμένη μορφή τής ΙΕ ρίζας *men- σκέπτομαι», πρβλ. μαίνομαι, μένος). Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, οι τ. τού μανθάνω συνδέονται με τις γλώσσες που παραδίδει ο Ησύχιος: «μενθήρηφροντίς», «μενθήραιςμερίμναις» και «μενθηριῶθα μεριμνήσω, θα διατάξω», που εμφανίζουν την απαθή βαθμίδα τής ρίζας, καθώς και με τον τ. μοῦσα* (< *μονθ-jα), που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα. Εξάλλου, η ύπαρξη ενός τ. προμηθής με -ᾱ- μακρό (δωρ. προ-μᾱθής) «προνοών, σώφρων» υποδηλώνει την ύπαρξη ενός θέματος *mādh (πρβλ. *gwā- και *gwem- τών βαίνω* και ἔβην), δηλ. μακρόφωνη ρίζα παράλληλη με τη βραχύφωνη *mendh. Παρ' όλα αυτά, ο τ. προμηθής δεν μπορεί να συνδεθεί ανεπιφύλακτα με την οικογένεια τού μανθάνω. Ο τ. μαθαίνω < θ. μαθ- + κατάλ. -αίνω (πρβλ. πανθάνω / ἔπαθον: παθαίνω, τυγχάνω / ἔτυχον: τυχαίνω).ΠΑΡ. μάθημα, μάθηση(-ις), μαθητής, μάθοςαρχ.μάθη, μαθητόςμσν.μαθεύτρανεοελλ.μαθεύομαι.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) απομανθάνω, εκμανθάνω, καταμανθάνω, προσμανθάνωαρχ.αναμανθάνω, αντιμανθάνω, διαμανθάνω, επιμανθάνω, μεταμανθάνω, παρεκμανθάνω, προεκμανθάνω, προκαταμανθάνω, προμανθάνω, προσεπιμανθάνω, προσκαταμανθάνω, συμμανθάνωνεοελλ.απομαθαίνω, αρχοντομαθαίνω, κακομαθαίνω, καλομαθαίνω, κουτσομαθαίνω, μικρομαθαίνω, μισομαθαίνω, ξαναμαθαίνω, ξεμαθαίνω, πρωτομαθαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.